τραυματικός

τραυματικός
η , ό[ν] относящийся к ранению, травме; травматический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τραυματικός" в других словарях:

  • τραυματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικός — ή, ό / τραυματικός, ή, όν, ΝΜΑ [τραῦμα, τραύματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύμα («τραυματικός πυρετός» πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική… …   Dictionary of Greek

  • τραυματικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το τραύμα, που προέρχεται από τραύμα: Τραυματικός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματικά — τραυματικός of neut nom/voc/acc pl τραυματικά̱ , τραυματικός of fem nom/voc/acc dual τραυματικά̱ , τραυματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικῶν — τραυματικός of fem gen pl τραυματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικόν — τραυματικός of masc acc sg τραυματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικαῖς — τραυματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικαί — τραυματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικοῖς — τραυματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικοῦ — τραυματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικούς — τραυματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»